Γνωρίζω ότι οι ασχολίες σας είναι πολλές και ασφαλώς θα σας είναι δυσχερές να εγκύψετε στα ληρήματα της ταπεινής μου γραφίδας.
Αλλ’ επειδή όλα τα Συντάγματα από καταβολής Ελληνικού Κράτους (1-1-1822), μου αναγνωρίζουν το δικαίωμα του «ἀναφέρεσθαι εἰς τάς ἀρχάς», τολμώ –παρότι γνωρίζω ότι το σχετικό άρθρο του Συντάγματος εμπίπτει στις περιπτώσεις φαιδρότητας – να σας απευθύνω την ύστατη τούτη έκκληση:
Κύριε Πρωθυπουργέ, αφού δεν μπορείτε να μας αφήσετε να ζήσουμε ήσυχα, αφήστε τουλάχιστον να πεθάνουμε ήσυχα! Είναι απαράδεκτο άνθρωποι της δικής μου ηλικίας να ασχολούνται από νυκτός μέχρι πρωίας με το τι πρέπει σήμερα να μαζέψουν για την εφορία ή τι ποσό οφείλουν εντός των προσεχών ημερών να πληρώσουν στην εφορία. Οι σοφοί σας σύμβουλοι κάθε ημέρα ανακαλύπτουν και νέους τρόπους να μας αιματορρουφήξουν.
Οι μέθοδοι εισπράξεως χρημάτων, που εφευρέθηκαν εσχάτως, Κύριε Πρωθυπουργέ, παραπέμπουν στις μεθόδους του Αλή Πασά, που αντί να βάζει τον «τζελάτη» (δήμιο) με μια σπαθιά να κόβει το κεφάλι του ραγιά, τον έβαζε να τον κόβει φέτες, ξεκινώντας από τα δάκτυλα και προχωρώντας στα πόδια και στα χέρια, μέχρι να φθάσει στην αποκοπή του κεφαλιού. Ήθελε κι αυτός και τα «ρετζάλια» του (δεν γράφω ρετάλια· ρετζάλια ήσαν οι αξιωματικοί του) και οι «τζοχανταραίοι» του να απολαμβάνουν το θέαμα του μαρτυρίου.
Στο έσχατο αυτό σημείο του παρατεταμένου μαρτυρίου έχουμε φθάσει όλοι όσοι δεν πήραμε τη ζωή μας σαν «μαγκιά» (ενθυμείσθε ασφαλώς το Λαλιωτικό σύνθημα «η ζωή είναι μαγκιά»!) και μοχθήσαμε να στήσουμε νοικοκυριά, για τα παιδιά μας και για τα γεράματά μας. Τώρα που φθάσαμε στο όριο των «υπερήφανων γηρατειών», θαρρείτε, Κύριε Πρωθυπουργέ, ότι είναι δυνατόν με ισχυαλγίες, οσφυαλγίες, αρτηριακές πιέσεις, καρδιοπάθειες, άσθματα και άλλα τινά να στεκόμαστε ώρες στην ουρά για να πληρώσουμε τα διαρκώς επινοούμενα χαράτσια; Κι αν κάποτε αξιωθούμε να φθάσουμε προ του εφοριακού, νομίζετε ότι αρμόζει στην αξιοπρέπειά μας να παζαρεύουμε σαν Αιγύπτιοι… καμηλιέρηδες;